ραιβογονία

ραιβογονία
η, Ν
ιατρ. παραμόρφωση τών κάτω άκρων, ο επιμήκης άξονας τών οποίων κυρτώνεται τοξοειδώς προς τα έξω, ενώ την κορυφή τής καμπύλης καταλαμβάνει το γόνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ραιβός «κυρτός, καμπύλος» + -γονία (< -γόνος < γόνος < γίγνομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ραιβοσκελία — η, Ν [ραιβοσκελής] ιατρ. η ραιβογονία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”